εθνωφελής

εθνωφελής
-ές
επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εθνωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο ωφέλιμος στο έθνος: Εθνωφελής διπλωματία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • δημωφελής — ές (AM δημωφελής, ές) αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα») αρχ. 1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος 2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”